- σημαδευτός
- η , ό1) см. σημαδε(υ)μένος; 2) прицельный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σημαδευτός — ή, ό, Ν [σημαδεύω] 1. σημαδεμένος 2. αυτός που έγινε με σκόπευση … Dictionary of Greek